- ὑποσαίνω
- ὑποσαίνω,A fawn, of dogs, Ael.NA17.17; ὑ. τῇ γλώττῃ, of a lion, ib.9.1, etc.II c. acc., fawn upon, of men, Plu.2.65c; in [dialect] Ep. form [full] ὑποσσαίνω A.R.3.396.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποσαίνω — ὑποσαίνω, ΝΑ, και επικ. τ. ὑποσσαίνω Α (για σκύλο) κουνώ την ουρά μου από χαρά νεοελλ. μτφ. κολακεύω και, γενικά, περιποιούμαι κάποιον με δουλοπρέπεια αρχ. 1. μτφ. (με αιτ.) φέρομαι κολακευτικά 2. φρ. «ὑποσαίνω τῇ γλώττῃ» (για λιοντάρι) κουνώ εδώ … Dictionary of Greek
καθυποσαίνω — (Μ) επιτατ. τού υποσαίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο σαίνω «κουνώ την ουρά, φέρομαι δουλοπρεπώς»] … Dictionary of Greek
υπαικάλλω — Α (δωρ. λ. αντί ὑποσαίνω) (για σκύλο) κουνώ ελαφρά την ουρά από χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + αἰκάλλω «κουνώ την ουρά»] … Dictionary of Greek
υποσσαίνω — Α (επικ. τ.) βλ. υποσαίνω … Dictionary of Greek